- μυζητήρας
- η1. όργανο με το οποίο γίνεται η μύζηση, ιδίως το ρύγχος πολλών εντόμων με το οποίο αυτά απομυζούν το αίμα ζώων ή τον χυμό φυτών3. βοτ. η ρίζα παρασιτικών φυτών που απομυζά τον χυμό τού φυτού ξενιστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύζω (ΙΙ) / μυζώ + επίθημα -τήρ / -τήρας. Η λ., στον λόγιο τ. μυζητήρ, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.